- μονόμετρον
- μονόμετροςcomposed in one metremasc/fem acc sgμονόμετροςcomposed in one metreneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατέλευτος — ον, Α 1. προτελευταίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρατέλευτος η λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρατέλευτον είδος μέτρου («μονόμετρον ὅ καὶ παρατέλευτον ὀνομάζεται», Σχόλ. στον Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τελευτος… … Dictionary of Greek